ἀγώγιμον

ἀγώγιμον
ἀγώγιμος
capable of being carried
masc/fem acc sg
ἀγώγιμος
capable of being carried
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • NEXI — dicebantur apud Romanos, homines alias liberi, sed qui, ob aes alienum, in vincula dabantur, apud Creditorem, ut ei servirent, donec debitum dissolvissent: Ita quidam. Sed negat id Salmas. Nexum, ex Varrone de L. L. l. 4. non vinctum, sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός …   Dictionary of Greek

  • καταγώγιμον — καταγώγιμον, τὸ (Α) το αντίτιμο τής μεταφοράς ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγώγιμον (ουδ. τού ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”